Μη διανοηθείτε να του κάνετε δώρο μια πίπα. Προτιμά να τις αγοράζει ο ίδιος και πάντοτε μόνος.
Ο καπνιστής θα χασομερήσει εξετάζοντας σχήματα και ποιότητες. Θα παρατάξει μπροστά του αρκετές, θα τις χαϊδέψει, θα τις θαυμάσει και θα καταλήξει απότομα σε μια απόφαση, της οποίας οι διεργασίες σπανίως εκλογικεύονται ακόμη και σε μυημένους.

Ποτέ σχεδόν δεν θα αγοράσει μια μόνο καινούργια πίπα. Συνήθως, οι αγορές πηγαίνουν σε ζευγάρια.
Ο λόγος είναι ότι o καπνιστής γοητεύεται με κάθε νέο κομμάτι της συλλογής του. Οι πρώτοι μήνες (που η πίπα "στρώνεται") είναι οι πιο κρίσιμοι και άχαροι της ζωής της. Ετσι, η μόνη λύση για να μη ζορίζει κανείς το καινούργιο του απόκτημα είναι να μην περιορίζεται στο στρώσιμο μιας μόνο, αλλά δύο ή τριών και γιατί όχι, τεσσάρων...

Οι περισσότεροι καπνιστές καταλήγουν, με τα χρόνια, να επαναλαμβάνουν ένα αγαπημένο τους σχέδιο, με μικρές ανεπαίσθητες παραλλαγές.
Οι φίλοι τους (και πολύ περισσότερο οι γυναίκες τους...) τρελαίνονται, καθώς τους βλέπουν να ξοδεύουν ένα σωρό λεφτά για ένα κομμάτι παρόμοιο με τα υπόλοιπα που έχουν συσσωρεύσει με τα χρόνια.

Θα έχει οπωσδήποτε "προσκυνήσει" κάποιους απο τους "ναούς του αθλήματος":

  • του Savinelli στο Μιλάνο που επί 116 χρόνια βρίσκεται πάντα στο ίδιο σημείο
  • του Astley's, απ' όπου ψώνιζε ο Χάρολντ Γουίλσον, στο Λονδίνο
  • του Carmignani στη Ρώμη, όπου μπορεί να βρει κανείς τη μεγαλύτερη συλλογή απο πίπες Mastro de Paja
  • του Cooke's στην Οξφόρδη.
  • Διάσημες είναι επίσης οι πίπες του Davidoff, του ιρλανδού Peterson και του ... Ελληνα Alexander.

Η σχέση του καπνιστή με τις πίπες του είναι αυστηρά προσωπική και αναντικατάστατη με την καθεμιά.
Διότι, με τη χρήση, κάθε πίπα αποκτά τα χαρακτηριστικά της. Με τον καιρό "ψήνεται", μαθαίνει να καπνίζεται καλύτερα.

Ποτέ δεν τη δανείζει.
Η κάθε πίπα, ανάλογα με την ποιότητα και το πάχος του ξύλου, είναι μαθημένη σε διαφορετικές θερμοκρασίες και "εντάσεις" καπνίσματος. Το πέρασμά της σε ξένο στόμα είναι ιεροσυλία.

Οι πολύ επαγγελματίες χρησιμοποιούν ξεχωριστές πίπες για διαφορετικά είδη καπνού.
Διότι η γευστική απόλαυση είναι το αποτέλεσμα της ώσμωσης του ξύλου και του καπνού. Και το στρώμα στερεοποιημένης "λάσπης" (το λεγομενο "κάρβουνο"), που καλύπτει και προστατεύει το εσωτερικά του μπολ, έχει πάντοτε μια συγκεκριμένη γεύση, την οποία παίρνει από τον καπνό. Αρα, η αλλαγή του καπνού διαταράσσει τη γευστική "ισορροπία" της πίπας. Ωστόσο μη σας περάσει από το νου οτι το κάπνισμα της πίπας εξαρτάται από τίποτε επτασφράγιστα μυστικά, στα οποία πρέπει να μυηθεί ο επίδοξος ρέκτης. Είναι απλώς θέμα συνήθειας.

Θ' ακούσετε, επίσης, το παράπονο οτι "καλό, βρε παιδί μου, το κάπνισμα της πίπας, αλλά πρέπει να κουβαλάς, όλ' αυτά τα συμπράγκαλα: δεύτερη πίπα, καπνοσακούλες, συρματάκια καθαρισμού, μαχαιράκια ...". Δίκαιη παρατήρηση - αλλά θα βρείτε εσείς έναν τρόπο να τα βολέψετε. Στο κάτω κάτω, τι σημασία έχουν αυτά αν εσείς απολαμβάνετε τη γεύση;